- ἡμμένον
- ἅπτωfastenperf part mp masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic)ἅπτωfastenperf part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικαταδαρθάνω — ἐπικαταδαρθάνω (Α) αποκοιμάμαι κατόπιν («λύχνον τινά θείσης ἡμμένον πρὸς τὰ στέμματα καὶ ἐπικαταδαρθούσης», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δαρθάνω «κοιμάμαι, διανυκτερεύω»] … Dictionary of Greek
σφηκίσκος — ο, ΝΑ μακρύ ξύλο που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως υποστήριγμα νεοελλ. ναυτ. κατεργασμένο και στρογγυλεμένο μακρύ ξύλο, το οποίο, ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δοκός, στύλος, κεραία ιστού, ιστός λέμβου… … Dictionary of Greek